- κάδης
- κάδης, ο και κατής, ο(λ. τουρκ.), Τούρκος δικαστής: Οι Έλληνες στην τουρκοκρατία σχεδόν ποτέ δεν έβρισκαν το δίκιο τους από τον κάδη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κάδης — κάδης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἁγιασμός»· … Dictionary of Greek
καδής — ο βλ. κατής … Dictionary of Greek
καδής ή κατής — Iεροδικαστής, την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο οποίος δίκαζε βάσει του ιερού μουσουλμανικού δικαίου κυρίως κληρονομικές και οικογενειακές υποθέσεις. Κατά τον Μεσαίωνα εκτελούσε χρέη συμβολαιογράφου, κηδεμόνευε τα ορφανά ή διόριζε… … Dictionary of Greek
κατής — Βλ. λ. καδής. * * * και καδής, ο (Μ κατής) Τούρκος δικαστής που δίκαζε επί τη βάσει θρησκευτικού δικαίου, ιεροδικαστής νεοελλ. ειρηνοδίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kadi] … Dictionary of Greek
CADIUS vulgo CADI — CADIUS, vulgo CADI Iudex, Praefectus apud Turcas et Saracenos, Meursius in Κάδης, Cadmus corrupte habet Matthaeus Parisius in Histor … Hofmann J. Lexicon universale
κάτης — Βλ. λ. καδής. * * * ο (Μ κάτης) γάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το ουσ. κάτα* με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
καδηλίκι — και καδηλίκιον, το [καδής] (στην Τουρκία και στο παρελθόν στις τουρκοκρατούμενες χώρες) περιφέρεια δικαστικής εξουσίας τού καδή … Dictionary of Greek
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
ξενοκαδής — ξενοκαδής, ές (Α) αυτός που φροντίζει τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κᾱδής, δωρ. τ. τού κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. δημο κηδής] … Dictionary of Greek
Αμπντ ελ-Κριμ — (Αζντίρ 1882 – Κάιρο 1963). Μαροκινός αγωνιστής (το πραγματικό όνομά του ήταν Μωχάμετ ιμπν Αμπντ αλ Καρίμ αλ Χατάμπι). Γιος φύλαρχου του Ριφ, έγινετο 1914 καδής της Μελίλια, αναμείχθηκε στους πολιτικούς αγώνεςτης χώρας του και προμήθευσε όπλα τον … Dictionary of Greek